- ἑνιαία
- ἑνιαίᾱ , ἑνιαῖοςsinglefem nom/voc/acc dualἑνιαίᾱ , ἑνιαῖοςsinglefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑνιαίᾳ — ἑνιαίᾱͅ , ἑνιαῖος single fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά — (ΕΔΑ). Πολιτικό κόμμα της μεταπολεμικής περιόδου. Βλ. λ. ΕΔΑ … Dictionary of Greek
ἑνιαίας — ἑνιαίᾱς , ἑνιαῖος single fem acc pl ἑνιαίᾱς , ἑνιαῖος single fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδά — (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά).Πολιτικό κόμμα της μετεμφυλιακής περιόδου. Συγκροτήθηκε το 1951 από μέλη και στελέχη της εαμικής Αριστεράς (με την πολιτική καθοδήγηση του ΚΚΕ) και αναδείχθηκε γρήγορα τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Κατά τις… … Dictionary of Greek
μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… … Dictionary of Greek
Αιγηίδα — Ενιαία μάζα ξηράς η οποία κάλυπτε το Αιγαίο πέλαγος και μεγάλο μέρος της σημερινής χερσαίας Ελλάδας μέχρι πριν από περίπου 2.000.000 χρόνια. Η Α. επέτρεπε τη χερσαία επικοινωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τη σημερινή Μικρά Ασία, γεγονός που εξηγεί… … Dictionary of Greek
ΕΠΟΝ — (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων). Μαζική, αντιστασιακή οργάνωση νεολαίας στην Ελλάδα, την περίοδο της Κατοχής. Η οργάνωση συνέχισε τη δραστηριότητά της για ένα διάστημα και μετά την απελευθέρωση. Η ΕΠΟΝ ήταν τμήμα της οργάνωσης του EAM.… … Dictionary of Greek
ἑνιαίαν — ἑνιαίᾱν , ἑνιαῖος single fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek